- αόριστος
- Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι χρόνοι και τα απαρέμφατα στην ενεργητική και παθητική φωνή, π.χ. από το θέμα -δεσ- του α. του ρήματος δένω έχουμε στην ενεργητική φωνή έδεσα, θα δέσω και έχω, είχα, θα έχω δέσει. Στην παθητική φωνή, από το θέμα -δεθ- του α. έχουμε δέθηκα, θα δεθώ και έχω, είχα, θα έχω δεθεί. Ο α. με κατάληξη -σα λέγεται σιγματικός α. και με κατάληξη -α άσιγμος. Υπάρχουν και μερικά ρήματα που έχουν διπλό α., ενεργητικό ή παθητικό, π.χ. ξύθηκα και ξύστηκα κλπ.
Στα αρχαία ελληνικά, ο α. φανέρωνε το παρελθόν χωρίς άλλο ιδιαίτερο προσδιορισμό. Χωρίζεται σε τέσσερα είδη: α. α’ (με κατάληξη -σα, -ξα, -ψα, -α στην ενεργητική φωνή και -σάμην στη μέση), παθητικός α. (με κατάληξη -θην) και α. β’ που χωρίζεται κι αυτός σε δύο, τον α. β’ με κατάληξη -ον στην ενεργητική φωνή και -όμην στη μέση, και τους α. με κατάληξη -αν, -ην, -υν, -ων. Στην πορεία, ο α. με κατάληξη -θην αντικατέστησε τον μέσο με την κατάληξη -σάμην· έγινε π.χ. ηρνήθησαν από ηρνήσαντο, εκοιμήθησαν από εκοιμήσαντο κλπ. Επίσης οι α. σε -ον και -όμην προήλθαν από παρατατικούς όταν οι τελευταίοι αποδόθηκαν από άλλους ρηματικούς τύπους π.χ. οι α. έλιπον και ελιπόμην ήταν παρατατικοί που έγινανέλειπον - ελειπόμην. Τέλος, υπάρχουν και στα αρχαία σιγματικοί και άσιγμοι α., π.χ. έλυσα, ετίμησα, ύφηνα κλπ.
* * *-η, -ο (AM ἀόριστος, -ον)ακαθόριστος, απροσδιόριστος, ασαφής, αβέβαιοςνεοελλ.φρ. «επ' αόριστον» — για χρονικό διάστημα χωρίς καθορισμένο τέλοςαρχ.1. ο χωρίς καθορισμένα όρια2. απεριόριστος, χωρίς όρια3. φρ. αόριστος (ἄρχων)αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα χωρίς καθορισμένο χρονικό όριο.
Dictionary of Greek. 2013.